- ἐπωμίσατο
- ἐπωμίζομαιput on one's shoulderaor ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επωμίζομαι — (AM ἐπωμίζομαι) [επωμίς] νεοελλ. αναλαμβάνω το βάρος τής ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» κ.λπ.) αρχ. μσν. φορτώνομαι επάνω στους ώμους μου («ταχέως ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῡ πελάγους», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek